καθειμενος

καθειμενος
    καθειμένος
    κᾰθειμένος
    part. pf. pass. к καθίημι См. καθιημι

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "καθειμενος" в других словарях:

  • καθειμένος — καθίημι let fall perf part mp masc nom sg καταέννυμι clothe perf part pass masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθίημι — καθίημι, ιων. τ. κατίημι (Α) 1. ρίχνω προς τα κάτω, αφήνω να πέσει («ἃ γὰρ καθήσειν ὅπλ ἔμελλεν ἐς ἅλα», Ευρ.) 2. αφήνω κάτι να κρέμεται, να πέφτει («καὶ πρῶτον μὲν καθῆσαν εἰς ὤμους κόμας» άφησαν τα μαλλιά τους να πέσουν στους ώμους, Ευρ.) 3.… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»